Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η άκρη

  • 1 край

    -я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.
    1. άκρη, άκρο•

    край крыши η άκρη της στέγης•

    он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.

    || χείλος•

    налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.

    || ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.
    2. χώρα, περιοχή, τόπος•

    родной край γενέτειρα.

    3. μεγάλη διοικητική περιοχή.
    εκφρ.
    толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•
    тонкий край – πλευρικό, πλευρά•
    с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•
    через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•
    в наших -ях – στα μέρη μας•
    из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•
    конца и -я нет – απέραντος•
    на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•
    на край земли – στα πέρατα της γης•
    быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•
    литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•
    хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•
    краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου.

    Большой русско-греческий словарь > край

  • 2 край

    кра||й I
    м
    1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:
    по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·
    2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:
    родной \край ὁ πατρικός τόπος·
    3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:
    теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.
    край II
    м тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:
    подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.

    Русско-новогреческий словарь > край

  • 3 край

    край м 1) (конец) η άκρη; на краю города στην άκρη της πόλης 2) (страна) о τόπος· родной \край о πατρικός τόπος 3) (область) η περιοχή
    * * *
    м
    1) ( конец) η άκρη

    на краю́ го́рода — στην άκρη της πόλης

    2) ( страна) ο τόπος

    родно́й край — ο πατρικός τόπος

    3) ( область) η περιοχή

    Русско-греческий словарь > край

  • 4 окраина

    окраина ж η άκρη, τα περίχωρα* городская \окраина η απόμακρη συνοικία· на \окраинае города στην άκρη της πόλης
    * * *
    ж
    η άκρη, τα περίχωρα

    городска́я окра́ина — η απόμακρη συνοικία

    на окра́ине го́рода — στην άκρη της πόλης

    Русско-греческий словарь > окраина

  • 5 кромка

    θ.
    ταινία επιμήκης (στην άκρη υφάσματος)• παρυφή, κράσπεδο. || άκρη κάθε πράγματος•

    кромка льда άκρη πάγου•

    кромка доски άκρη σανίδας.

    Большой русско-греческий словарь > кромка

  • 6 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 7 кончик

    α.
    άκρη, αιχμή, μύτη•

    кончик верёвки η άκρη της τριχιάς•

    кончик носа η άκρη της μύτης• ύτο•

    слово вертится у меня на -е языки αυτή η λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κοντεύω να τη θυμηθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кончик

  • 8 торец

    -рца α.
    1. η άκρη, το άκρον (επιμήκους αντικειμένου)•

    торец сваи η άκρη του πασσάλου•

    торец колонны η άκρη του στύλου.

    || η στενή πλευρά οικοδομής.
    2. εξάεδρη δοκός επίστρωσης οδού. || οδός επιστρωμένη με εξάε-δρες δοκούς.
    εκφρ.
    в торец – κατ άκρο (σύνδεση).

    Большой русско-греческий словарь > торец

  • 9 обочина

    Русско-греческий словарь > обочина

  • 10 опушка

    опушка ж (леса) η άκρη του δάσους, η παρυφή του δάσους
    * * *
    ж
    ( леса) η άκρη του δάσους, η παρυφή του δάσους

    Русско-греческий словарь > опушка

  • 11 окраина

    окраин||а
    ж
    1. ἡ ἀκρη, τό ἀκρον, τό τέλος:
    на самой \окраинае города στήν ἄκρη τής πόλης· городская \окраина ἡ ἀπόμακρη συνοικία, ὁ ἀπόκεντρος συνοικισμός·
    2. (страны) ἡ παραμεθόριος περιοχή.

    Русско-новогреческий словарь > окраина

  • 12 разбираться

    разбир||а́ться
    1. (разобрать вещи, бумаги) τακτοποιώ, διευθετώ·
    2. (понимать) ἐν-νοω, καταλαβαίνω, βρίσκω ἄκρη:
    я в этом никак не могу́ разобраться δέν μπορώ νά βρώ ἀκρη· \разбиратьсяа́ться в вопросе ξεκαθαρίζω ἕνα ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > разбираться

  • 13 закраина

    θ.
    1. άκρη, άκρο• παρυφή•

    тучи с белыми -ами σύννεφα με άσπρες άκρες.

    2. πάγος στην άκρη όχθης, ακτής.
    3. άκρες αποσπασμένου πάγου από την όχθη.

    Большой русско-греческий словарь > закраина

  • 14 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 15 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 16 краешек

    -шка α.
    άκρη• ακρίτσα•

    сесть на краешек стула κάθομαι στην άκρη του καθίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > краешек

  • 17 наконечник

    α.
    ακή, αιχμή, μύτη άκρη•

    наконечник копьй η αιχμή του ακοντίου•

    наконечник стрелы η αιχμή του βέλους•

    металлический наконечник μεταλλική άκρη.

    || προφυλακτήρας (ακής).

    Большой русско-греческий словарь > наконечник

  • 18 напропалую

    επίρ.
    απερίσκεπτα, στα χαμένα, στο χαμό όπου το βγάλ η άκρη, ή τιμάρι ή τομάρι, ή ταν ή επί τας.
    εκφρ.
    идти напропалую – ενεργώ απελπισμένα, όπου το βγάλ η άκρη.

    Большой русско-греческий словарь > напропалую

  • 19 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 20 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

См. также в других словарях:

  • άκρη — άκρη, η και άκρια, η 1. τοσημείο στο οποίο τελειώνει κάτι: Το ξύλο έχει δύο άκρες. 2. μικρό μέρος: Κληρονόμησα κι εγώ μια άκρη αμπελιού. 3. συνηθισμένη φράση: Μένει στην άκρη του κόσμου, μένει πολύ μακριά. 4. επιρρημ. εκφρ. «Kάτσε στην άκρη»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • ἄκρη — ἄκρα highest fem nom/voc sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄκρος at the farthest point fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρῃ — ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρηι , ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρηι — ἄκρῃ , ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρῃ , ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση …   Dictionary of Greek

  • Garçons d'Athènes — Données clés Titre original Από την άκρη της πόλης (Apo tin akri tis polis) Réalisation Constantinos Giannaris Scénario Constantinos Giannaris Société …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»